Οδύσσεια, ραψωδία χ
«οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται·
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.»
Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει
πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει,
μαλαματένια, δίχερη, όμορφη· την έπαιζε στα χέρια
κιόλας, κρασί να πιει, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του·
ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν
πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε,
άσκημο θάνατο θα του ΄δινε κι ασβρλωμένη μοίρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πες μας τη γνώμη σου...